- κοπριζω...
- κοπρίζω...κοπρέω, κοπρίζω(part. fut. κοπρήσοντες - v. l. κοπρίσσοντες от κοπρίζω) удобрять навозом, унаваживать
(τέμενος μέγα Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τέμενος μέγα Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοπρίζω — (ΑM κοπρίζω) [κόπρος (Ι)] ρίχνω κοπριά στα χαράφια για λίπασμα, λιπαίνω με κοπριά νεοελλ. μσν. 1. αφοδεύω, αποπατώ 2. μτφ. κατασπιλώνω, καταρρυπαίνω αρχ. (για φυτά) ενεργώ ως κοπριά … Dictionary of Greek
κοπρίζω — κόπρισα, κοπρίστηκα, κοπρισμένος 1. λιπαίνω αγρό με κοπριά. 2. αποπατώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοπρεῖ — κοπρίζω dung pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) κοπρίζω dung pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπριζόμενον — κοπρίζω dung pres part mp masc acc sg κοπρίζω dung pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρισθέντα — κοπρίζω dung aor part pass neut nom/voc/acc pl κοπρίζω dung aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπροῦν — κοπρίζω dung pres part act masc voc sg (attic epic doric) κοπρίζω dung pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) κοπρόω befoul with dung pres part act masc voc sg κοπρόω befoul with dung pres part act neut nom/voc/acc sg κοπρόω befoul… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρούμενον — κοπρίζω dung pres part mp masc acc sg (attic epic doric) κοπρίζω dung pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) κοπρόω befoul with dung pres part mp masc acc sg κοπρόω befoul with dung pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρίζει — κοπρίζω dung pres ind mp 2nd sg κοπρίζω dung pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρίζοντα — κοπρίζω dung pres part act neut nom/voc/acc pl κοπρίζω dung pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρίζουσι — κοπρίζω dung pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κοπρίζω dung pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρίζουσιν — κοπρίζω dung pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κοπρίζω dung pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)